κατασκοπεύω — pres subj act 1st sg κατασκοπεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοπεύω — κατασκοπεύω, κατασκόπευσα και κατασκόπεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατασκοπεύω — (AM κατασκοπεύω) [κατάσκοπος] παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός νεοελλ. διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω … Dictionary of Greek
κατασκοπεύοντα — κατασκοπεύω pres part act neut nom/voc/acc pl κατασκοπεύω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοπεύουσι — κατασκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοπευσάτωσαν — κατασκοπεύω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοπεύονται — κατασκοπεύω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοπεύοντας — κατασκοπεύω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοπεύσαντας — κατασκοπεύω aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκοπεύσαντες — κατασκοπεύω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)