κατασκοπεύω

κατασκοπεύω
κατασκόπευσα, κατασκοπεύτηκα, κατασκοπευμένος, παρακολουθώ και εξετάζω χωρίς να γίνω αντιληπτός, ενεργώ κατασκοπία σε βάρος ξένης χώρας: Αποδείχτηκε ότι κατασκόπευε τις ένοπλες δυνάμεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασκοπεύω — pres subj act 1st sg κατασκοπεύω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπεύω — κατασκοπεύω, κατασκόπευσα και κατασκόπεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατασκοπεύω — (AM κατασκοπεύω) [κατάσκοπος] παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός νεοελλ. διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπεύοντα — κατασκοπεύω pres part act neut nom/voc/acc pl κατασκοπεύω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπεύουσι — κατασκοπεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασκοπεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπευσάτωσαν — κατασκοπεύω aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπεύονται — κατασκοπεύω pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπεύοντας — κατασκοπεύω pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπεύσαντας — κατασκοπεύω aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκοπεύσαντες — κατασκοπεύω aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”